- σιλιγνοπώλιον
- σῐλιγν-οπώλιον, τό, perh. f.l. for [full] σιλιγνοπάλιον (from πάλη (B))A siligo-flour, in Zos.Alch. p.221 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιλιγνοπώλιον — τὸ, Α κατάστημα ή τόπος όπου πωλούσαν σίλιγνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ἀρτο πώλιον, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί σιλιγνοπάλιον (< σίλιγνον + πάλιον < πάλη «λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι»)] … Dictionary of Greek
σιλιγνοπωλίου — σιλιγνοπώλιον siligo flour neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)